- πλουσιόχειρ
- -ειρος, ὁ, ἡ, Α1. γενναιόδωρος, πλουσιοπάροχος, ανοιχτοχέρης2. (κατά τον Ησύχ.) «ὀμπνειόχειρ».[ΕΤΥΜΟΛ. < πλούσιος + -χειρ (< χείρ, χειρός), πρβλ. μονό-χειρ, ομπνιό-χειρ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ομπνιόχειρ — ὀμπνιόχειρ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «πλουσιόχειρ, πλούσιος». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄμπνιος «μεγάλος, πλούσιος» + χειρ (< χείρ, ός), πρβλ. μονό χειρ, πλουσιό χειρ] … Dictionary of Greek
χειρ — η / χείρ, χειρός, ΝΜΑ, και χείρα Ν, και αιολ. τ. χήρ Α 1. το χέρι 2. (ιδίως) το άκρο χέρι 3. συνεκδ. το άτομο τού οποίου το χέρι έκανε κάτι (α. «χειρ Χριστόδουλου Καλλέργη» ο εικονογράφος Χριστόδουλος Καλλέργης β. «χειρ δ ὁρᾷ τὸ δράσιμον», Αισχύλ … Dictionary of Greek